- βόαγρος
- βόαγρος, ο (Α)άγριος ταύρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + -αγρος < αγρός (πρβλ. ίππαγρος, σύαγρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βόαγρος — wild bull masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόαγροι — βόαγρος wild bull masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίγαγρος — Βλ. λ. αγριοκάτσικο. * * * ο (Α αἴγαγρος) άγρια κατσίκα, αγριοκάτσικο, αγρινό, αγρίμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ + ἀγρός. Η λ. ἀγρός χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, ως β συνθ. σε μια σειρά από σύνθετα, στα οποία σημαίνει «τον άγριο»: σύαγρος, «άγριος συς» … Dictionary of Greek
βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 … Dictionary of Greek
καμηλίτης — καμηλίτης, ὁ (Α) 1. αυτός που οδηγεί καμήλες, καμηλιέρης («δακὼν τὸν καμηλίτην ἀπέκτεινε», Αριστοτ.) 2. αυτός που καβαλικεύει καμήλα, που επιβαίνει σε καμήλα 3. καμηλέμπορος 4. φρ. (κατά το λεξ. Σούδα) «καμηλίτης βοῡς» άγριο βόδι, βόαγρος.… … Dictionary of Greek